dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
η
φλυαρία
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Geschwätzigkeit
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
φλυαρία
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Gefasel
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
φλυαρία
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Geplapper
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
φλυαρία
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Geschwätz
Ⓦ
Ⓖ
…