dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
ο
φιλόμουσος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Musenfreund
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
ο
φιλόμουσος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Musikliebhaber
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
ο
φιλόμουσος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Kunstliebhaber
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
φιλόμουσος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Kunstliebhaber-
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
φιλόμουσος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
musikliebend
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
φιλόμουσος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Musikliebhaber-
Ⓦ
Ⓖ
…