dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Επίθετο
φιλοχρήματος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
geldgierig
Ⓦ
Ⓖ
…
Επίθετο
φιλοχρήματος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
habsüchtig
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)