dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
η
φιλαργυρία
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Geiz
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
φιλαργυρία
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Gier
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
φιλαργυρία
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Geldgier
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
φιλαργυρία
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Habsucht
Ⓦ
Ⓖ
…