dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
φθείρομαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
vergehen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
φθείρομαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
kaputtgehen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
φθείρομαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
sich abnutzen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
φθείρομαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
sich verschleißen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
φθείρομαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
verkommen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
φθείρομαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
verschleißen
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)