dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ρήμα
φημίζομαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
berühmt sein
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
φημίζομαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
sich einen Namen machen
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)