dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
η
υποκρισία
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Heuchelei
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
υποκρισία
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Verstellung
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
υποκρισία
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Scheinheiligkeit
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)