dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Επίθετο
υποδειγματικός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
vorbildlich
Ⓦ
Ⓖ
…
Επίθετο
υποδειγματικός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
beispielhaft
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
υποδειγματικός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
musterhaft
Ⓦ
Ⓖ
…