dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ρήμα
υπερνικώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
überwinden
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
υπερνικώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
besiegen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
υπερνικώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
überkommen
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)