dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
υπάκουος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
gehorsam
Ⓦ
Ⓖ
…
!
υπάκουος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
folgsam
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
υπάκουος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
gefügig
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)