dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
ο
υδροφόρος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Wasserträger
Ⓦ
Ⓖ
…
!
υδροφόρος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Grundwasserleiter
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
υδροφόρος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
wasserführend
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
ο
υδροφόρος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Grundwasserträger
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)