dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
ο
υδρατμός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Dampf
Ⓦ
Ⓖ
…
υδρατμός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Wasserdampf
Ⓦ
Ⓖ
…