dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Επίθετο
υγιεινός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
gesund
Ⓦ
Ⓖ
…
Επίθετο
υγιεινός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
hygienisch
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)