dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ρήμα
υβρίζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
schimpfen
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
υβρίζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
beleidigen
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
υβρίζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
beschimpfen
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
υβρίζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
tadeln
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
υβρίζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
fluchen
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
υβρίζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
schelten
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)