dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
μαθ. στατ.
η
τυχαία μεταβλητή
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Zufallsvariable
Ⓦ
Ⓖ
…