dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Επίθετο
τριμμένος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
abgetragen
Ⓦ
Ⓖ
…
Επίθετο
τριμμένος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
gerieben
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
τριμμένος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
abgedroschen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
τριμμένος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
gemahlen
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)