dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
ο
τραυματιοφορέας
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Sanitäter
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
τραυματιοφορέας
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Sanitäterin
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
ο
τραυματιοφορέας
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Krankenträger
Ⓦ
Ⓖ
…