dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
!
Ρήμα
τραυματίζομαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
aufschlagen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
τραυματίζομαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
sich verletzen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
τραυματίζομαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
sich Verletzungen zuziehen
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)