dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
η
τραπεζαρία
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Esszimmer
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
τραπεζαρία
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Esstisch
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
τραπεζαρία
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Speisesaal
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)