dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
!
Ρήμα
τρέπομαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
sich wenden
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
τρέπομαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
sich umwandeln
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)