dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
!
Ρήμα
τουμπανιάζω στο ξύλο
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
eine Abreibung verpassen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
τουμπανιάζω στο ξύλο
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
verprügeln
Ⓦ
Ⓖ
…