dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
το
τονωτικό σκεύασμα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Stärkungsmittel
Ⓦ
Ⓖ
…