dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ρήμα
τονίζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
betonen
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
τονίζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
unterstreichen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
τονίζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
akzentuieren
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)