dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ρήμα
τολμώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
wagen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
τολμώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
sich trauen
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)