dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
η
ταπετσαρία
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Bezug
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
ταπετσαρία
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Polsterung
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
ταπετσαρία
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Tapete
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
ταπετσαρία
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Tapisserie
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)