dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
η
ταξιδιώτισσα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Reisende
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)