dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
!
Ουσιαστικό
ο
ταξιδιωτικός πυρετός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Reisefieber
Ⓦ
Ⓖ
…