dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
η
σωματεμπορία
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Mädchenhandel
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
σωματεμπορία
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Menschenhandel
Ⓦ
Ⓖ
…