dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
!
σχολική ηλικία
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
schulpflichtiges Alter
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)