dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ρήμα
σχεδιάζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
zeichnen
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
σχεδιάζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
planen
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
σχεδιάζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
entwerfen
Ⓦ
Ⓖ
…
σχεδιάζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
vorhaben
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
σχεδιάζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
auslegen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
σχεδιάζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
beabsichtigen
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)