dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
σφαγείο
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Schlachthaus
Ⓦ
Ⓖ
…
σφαγείο
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Schlachthof
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
το
σφαγείο
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Massaker
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
το
σφαγείο
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Schlachterei
Ⓦ
Ⓖ
…