dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ρήμα
συστέλλομαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
schrumpfen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
συστέλλομαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
sich verengen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
συστέλλομαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
sich zusammenziehen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
συστέλλομαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
zusammenziehen
Ⓦ
Ⓖ
…