dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
ο
συσσωρευτής
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Akku
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
ο
συσσωρευτής
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Akkumulator
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
ο
συσσωρευτής
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Batterie
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)