dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
συσκευή μέτρησης
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Messgerät
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)