dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ρήμα
συρρικνώνω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
schrumpfen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
συρρικνώνω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
reduzieren
Ⓦ
Ⓖ
…