dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Επίθετο
συνεπής
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
konsequent
Ⓦ
Ⓖ
…
Επίθετο
συνεπής
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
gleichmäßig
Ⓦ
Ⓖ
…
Επίθετο
συνεπής
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
pünktlich
Ⓦ
Ⓖ
…
Επίθετο
συνεπής
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
stringent
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)