dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
η
συναισθηματική έκρηξη
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Gefühlsausbruch
Ⓦ
Ⓖ
…