dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
συναγωγή
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Synagoge
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
συναγωγή
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Versammlung
Ⓦ
Ⓖ
…