dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
η
συνάρτηση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Zusammenhang
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
συνάρτηση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Funktion
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)