dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ρήμα
συμβαίνει
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
es passiert
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
συμβαίνει
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
geschehen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
συμβαίνει
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
passieren
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
συμβαίνει
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
es geschieht
Ⓦ
Ⓖ
…