dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
!
Ρήμα
συμβάλλομαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
einen Vertrag abschließen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
συμβάλλομαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
kontrahieren
Ⓦ
Ⓖ
…