dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ρήμα
συγχωνεύομαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
zusammenschließen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
συγχωνεύομαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
verschmelzen
Ⓦ
Ⓖ
…