dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ρήμα
συγκρούομαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
kollidieren
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
συγκρούομαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
zusammenprallen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
συγκρούομαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
zusammenstoßen
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)