dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
!
Ρήμα
συγκρατιέμαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
sich beherrschen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
συγκρατιέμαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
sich bezwingen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
συγκρατιέμαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
sich zügeln
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
συγκρατιέμαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
sich zurückhalten
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
συγκρατιέμαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
sich zusammennehmen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
συγκρατιέμαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
sich zusammenreißen
Ⓦ
Ⓖ
…