dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
η
συγκατοίκηση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Wohngemeinschaft
Ⓦ
Ⓖ
…
!
συγκατοίκηση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
politische Kohabitation
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)