dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
!
Ρήμα
στραβώνομαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
erblinden
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
στραβώνομαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
geblendet werden
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
στραβώνομαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
verbogen werden
Ⓦ
Ⓖ
…