dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ρήμα
στηρίζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
stützen
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
στηρίζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
gründen
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
στηρίζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
unterstützen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
στηρίζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
aufstützen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
στηρίζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
verspannen
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)