dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
!
Επίθετο
στενοχωρημένος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
bedrückt
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
στενοχωρημένος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
bekümmert
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
στενοχωρημένος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
besorgt
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
στενοχωρημένος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
betrübt
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
στενοχωρημένος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
traurig
Ⓦ
Ⓖ
…