dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ρήμα
σταυρώνω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
kreuzen
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
σταυρώνω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
quälen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
σταυρώνω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
kreuzigen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
σταυρώνω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
verschränken
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)