dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
ο
σταυροφόρος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Kreuzbruder
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
ο
σταυροφόρος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Kreuzritter
Ⓦ
Ⓖ
…